|
судебный; ~ό κατάστημα — судебное учреждение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово судебный? — δικαστηριακός как с (ново)греческого переводится слово δικαστηριακός? — судебный — υδρομαντεία — ευεργετικός — ντρέντνωτ — μέλπω — φορτσαρισμένος — πνιγμός — συχλιαίνω — ξυλογλυφίο — μυτίζω — δεκαριά — ναυτασφάλεια — ολόψυχα — άστυφτος — αζήμιωτος — απασχολία — γιαβρής — καρούλι — αυτοακρωτηριάζομαι — σκωληκίαση — μπροσούρα — φτωχοφαμελίτης |
|||