|
судебный; ~ό κατάστημα — судебное учреждение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово судебный? — δικαστηριακός как с (ново)греческого переводится слово δικαστηριακός? — судебный — γαίμα — ανάκραοη — δυάς — τιμολόγηση — βεζικατόριο — υποδηματοκαθαριστής — οδονομία — Θεσσαλονικιά — αζάλωτος — δεκαέξι — σύριος — γιωμένος — σωροκουβαριάζομαι — νυκτωδία — αλευρένιος — λειχηνικός — όξινος — ισομερισμός — τριτάρικος — άπλατος — γεροντοκόριτσο |
|||