|
быстроходный, быстрый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово быстроходный? — εύδρομος как на (ново)греческом будет слово быстрый? — εύδρομος как с (ново)греческого переводится слово εύδρομος? — быстроходный, быстрый — γιουγκοσλαβικός — άβαφτος — νοίκι — γεώσφαιρα — γλυκαίνομαι — τρουλαίος — συνδεσμώτης — επινοημένος — λυγαριά — δροσόπαγος — συνθλαστήρας — περιεκτικότητα — άπιωτος — γεωχημεία — ερωτύλος — αχρήστωση — μουζεβίρης — όρος — οργανέττο — αφέλεια — φρενάρισμα |
|||