Новогреческий словарь
απαρμέγω
απαρμέγω
(αор. απάρμεξα)
выдаивать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
выдаивать
? —
απαρμέγω
как с
(ново)греческого
переводится слово
απαρμέγω
? — выдаивать
#
(ново)греческий словарь
—
καθολικότητα
—
μοντεράτο
—
αρχιεπισκοπείο
—
δοξομανής
—
χαρτεμπόριο
—
φλογίζομαι
—
αθύρω
—
αξεδίψαστος
—
γοήτευμα
—
θεός
—
αποκρισιάριος
—
κατακαημένος
—
δολισμός
—
συνεχίστρια
—
ερίτιμος
—
περικύκλωμα
—
μαξιλλαράκι
—
τσιμπιδάκι
—
γενειοφόρος
—
μονωτικός
—
αλμπινισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве