|
το грам. восклицательный знак #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово восклицательный знак? — θαυμαστικό как с (ново)греческого переводится слово θαυμαστικό? — восклицательный знак — καμινέτο — αυτοκόλληση — αβανιάρης — υπέρβαση — ψυχολογικός — δίαρχία — ισχύω — εξάρμοση — ακολάκευτος — καταδολιεύομαι — οχλεύς — μυούμαι — ανεμπίστευτος — ανακατάληψη — αλαφροπατώ — κρυσταλλουργός — δευτερίας — σταράτα — επαπειλώ — καραγκούναρος — ανευφήμηση |
|||