|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εφήβαιο? — — έν — κυβόλεξο — στέγαστρο — άρ — αβοκαντόσουπα — ανενοίκαστος — αντίβολο — ακαβούρδιστος — ιδιορρυθμία — ανιχνευτικός — περίμετρος — λιθανθρακαέριον — σουβλακερί — νυστεριά — κρούσομαι — παιδομετρία — ασυνέπεια — χλοΐζω — καμινάρης — συγκαταρίθμησις — επάνθηση |
|||