|
(αόρ. συνέφυρα, παθ. αόρ. συνεφύρην) смешивать, перемешивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смешивать? — συμφύρω как на (ново)греческом будет слово перемешивать? — συμφύρω как с (ново)греческого переводится слово συμφύρω? — смешивать, перемешивать — ένδακρυς — οιακιστής — ζώγρησις — βολίς — σκιάζω — επιστράτευση — εμψυχωτικός — αλληλοδράνεια — γοερότης — γεωδαισία — ισλαμιστής — βοσκάρια — ντεμιρτζής — ευμορφοκαμωμένος — δρεπάνισμα — μωρουδέλι — πληθύς — σιδεροκέφαλος — επιπεφυκίτιδα — μυσταγωγικός — ιστολογικός |
|||