επιγένεσις

формы словаβ
επιγένεσις
(-εως) η биол. эпигенез



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово эпигенез? — επιγένεσις
как с (ново)греческого переводится слово επιγένεσις? — эпигенез


ναυαγιαιρεσιακόςσυνυπόσχομαιαπρομήθευταβαρκάρισμαεγκεφαλογράφημαπεραιτέρωανεκμετάλλευτοςεξάμβλωσιςαυγοβολώτουλίπηάρρυθμοςαντιλαϊκόςλαβύρινθοςαποχέτευσηγαριδοπίλαφοφελίζιρκόνιοεξάχνωσιςενατενίζωχρεμετίζωαντικριστός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit