|
вклиниваться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вклиниваться? — διασφηνούμαι как с (ново)греческого переводится слово διασφηνούμαι? — вклиниваться — επιστόμιση — μάκρεμα — τσομπάνικος — προχειρογραμμένος — αστεροπληθής — δακρύζω — ανεπίγνωτα — φιλαργυρία — φελάω — εικονολατρία — επωμίζομαι — καλώς — αμαστόρευτος — τετραμελής — ημικύκλιος — επίσειον — ανθοστολίζω — ξεφωνίζω — παρέμβολον — Ανατολίτης — ανόρεξος |
|||