Новогреческий словарь
διασφηνούμαι
διασφηνούμαι
вклиниваться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вклиниваться
? —
διασφηνούμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
διασφηνούμαι
? — вклиниваться
#
(ново)греческий словарь
—
καταναλωτισμός
—
εθνικοποίηση
—
ισοζυγία
—
ατροφοδότητος
—
φυσικώς
—
ξενότροπος
—
οινομαγειρείο
—
λουλούδισμα
—
λαδερό
—
κτηματαγορά
—
ασπρολούλουδο
—
επιδιορθωτικά
—
αποκρισιάριος
—
κουνουπιδόσουπα
—
καλμάρισμα
—
ασήκισσα
—
κολάζομαι
—
γέρουκας
—
πολυανθρωπία
—
οργανοταξία
—
χρυσόβουλο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве