|
το 1) парапет; 2) мор. Марс #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово парапет? — θωράκιο как на (ново)греческом будет слово Марс? — θωράκιο как с (ново)греческого переводится слово θωράκιο? — парапет, Марс — διαμοίραση — πολυμερισμός — εντείχιση — νυχτοπερπατάω — τιμοκρατικός — αγκωνιάζω — διακλύζω — ασυλλόγιστος — κοκοφοίνικας — ξιδάτος — περιττολογώ — αιμοδιψία — αψεγάδιαστα — πυρίτης — σθένος — πηλήκιο — κατασκεπαστός — υπερασπιστής — καπνάς — ενθουσιαστής — οσφυικός |
|||