|
загноить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово загноить? — εμπυώ как с (ново)греческого переводится слово εμπυώ? — загноить — στραβάδι — κουκκί — βλασφημώ — σαπρότητα — υποδαυλίζοντας — χορτώδης — βουλευτήριο — ελαιόδεντρο — μητρότητα — βάθητα — τρομοκρατώ — ξυλεμπορικός — δεματολογος — ταπεινοσύνη — μουγκρητό — καρπερός — ξαμπελώνω — σχολιανός — προβεβλημένος — χρωμοφάν — άχριστο |
|||