|
ο филос. материализм; διαλεκτικός (ιστορικός, χυδαίος) ~ — диалектический (исторический, вульгарный) материализм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово материализм? — υλισμός как с (ново)греческого переводится слово υλισμός? — материализм — αβίαστα — τρίδυμα — αυτοστιγμεί — μυριοστόλιστος — κληρικόφρων — σοκολατής — συμβουλή — στραβωμάρα — διάκονο — ζεύλα — προσκόμιση — εγχύμωση — μονολεκτικός — σωματείο — οψιμάθεια — παλαβός — μηχανοκρατία — διαρρόφηση — ωόσωμα — πλευρίτης — εορτάστρια |
|||