|
биржевой; ~ές πράξεις (συναλλαγές, αξίες) — биржевые операции (сделки, фонды) ; ~ή κερδοσκοπία — биржевая игра #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово биржевой? — χρηματιστηριακός как с (ново)греческого переводится слово χρηματιστηριακός? — биржевой — βαβουίνος — ορφάνια — συγχαρητήριος — ψαίνομαι — φρεσκοξυρισμένος — μαγγανεύτρια — ρημάδι — επιδένω — συντέλεση — ανομβρος — περιτείχισμα — συνάνθρωπος — μέντιουμ — συμβουλεύομαι — ραδιοηλεκτρονική — κουτουλώ — ανεξακρίβωτος — πυγμόμετρο — αιμοπυόρροια — πυρρός — καλογηροσύνη |
|||