|
без лекарств #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово без лекарств? — αφάρμακος как с (ново)греческого переводится слово αφάρμακος? — без лекарств — δερβέναγας — ελασματοποιώ — σπιριτουαλισμός — δελεάζομαι — αυτοκατάλυση — εννεοσύλλαβος — μετρητης — νάρθηκας — γουρμάζω — σπαρτικός — σημαιοστολισμένος — ψυχογένεση — φουμαρία — ανηλικιότητα — απροειδοποίητος — παρελθοντολογώ — αστρατολόγητος — μεζές — κρατικοποίηση — χρησιμεύω — πτυχώνομαι |
|||