|
το половина; στά ~ά τού δρόμου — на полпути, в середине пути; ~ καί ~ — пополам #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово половина? — μισό как с (ново)греческого переводится слово μισό? — половина — λιόκρουσμα — μικρόκοσμος — υδραντλία — στενογράφημα — ακλάδευτος — ρακοπότηρο — αρχιερατεία — σωληνίσκος — λίνον — υπόθεση — αδιύλιστος — σαρκοφάγος — πρόπερσι — ατελώνιστος — αντίφλογο — γκαζόν — χαλκοπράσινος — συνεκδοχικά — αργοπορημένος — ετράπην — στεατοκήριο |
|||