Новогреческий словарь
χοντροαλεσμένος
χοντροαλεσμένος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
χοντροαλεσμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
νοματίζω
—
κενότητα
—
ηλακάτη
—
κλιμακωτός
—
συννέφιασμα
—
ξώρας
—
βυζαντιακός
—
χίασμα
—
γαλιφεύω
—
ουρανομήκης
—
ευμετάδοτος
—
κακογέννητη
—
ορφανικός
—
τριακονταετία
—
διακοσάρα
—
δογματικός
—
πικρόχολος
—
καραουλίζω
—
καρέλι
—
συνασπισμός
—
αργοπόρια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,