Новогреческий словарь
φιλοσοφικότης
φιλοσοφικότης
(-ητος) η
стоицизм, стойкость
;
υπομένω τήν δυστυχίαν μου μέ πολλή ~ητα — стоически, стойко переносить горе
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стоицизм
? —
φιλοσοφικότης
как на
(ново)греческом
будет слово
стойкость
? —
φιλοσοφικότης
как с
(ново)греческого
переводится слово
φιλοσοφικότης
? — стоицизм, стойкость
#
(ново)греческий словарь
—
υπτιασμός
—
ευρέθην
—
δαρβινικός
—
κατεπείγομαι
—
μεθύλιο
—
παλιόχαρτο
—
τυροποιούμαι
—
αντιπροσώπευσις
—
ορυκτολόγος
—
ξεκουτιάρα
—
πνευματιστής
—
ακυρωτέος
—
σιχασιάρικος
—
κολαστήριο
—
επιφυλλιδογραφία
—
κιονοστοιχία
—
κοπιώ
—
χάρις
—
άρδην
—
ναυτίλος
—
αντίρραβδο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве