|
толстоватый, полноватый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово толстоватый? — παχουλός как на (ново)греческом будет слово полноватый? — παχουλός как с (ново)греческого переводится слово παχουλός? — толстоватый, полноватый — ένταλμα — ιλυώδης — αμφισβητητικός — συγκαταβατικώς — αναπηνισμός — γεροξούρης — αλογολάτης — αφιερωμένος — μισοπνιγμένος — αριστίνδην — καραγκούναρος — διέζευξα — βαβουλάτα — ασύνειδα — περκνάδα — ακάμπιαστος — λυσσομανία — βενζίνη — λεονταρής — ανάδετος — απαπούτσωτος |
|||