|
(-έως) ο тех. 1) хомутик; 2) собачка (храповика) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хомутик? — κατοχεύς как на (ново)греческом будет слово собачка? — κατοχεύς как с (ново)греческого переводится слово κατοχεύς? — хомутик, собачка — απότριμμα — βερολινέζικος — ποικιλτική — αυγοφάγος — απεσπασμένος — σφράγισμα — προβιβασμός — ακρίδα — σημερινός — αλατοποιός — λάμα — ίσια — αλληλοσφαγή — αυτοκολακεία — πνευστίαση — γονέας — συμπολιτεύομαι — φετιχισμός — σωσίβιο — απροβόδιστος — εξομαλιστικός |
|||