συνταυτιστικός

формы словаβ
συνταυτιστικός



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово συνταυτιστικός? —


αντιπρότασιςετεροειδήςκαταστρέφομαικουφίζωελατηριωτόςαδικημένοςδιαλυτήςενδόμυχοςαποπληρώνωπαπάκιμονογονίαποτάσσιονσύψυχοςευσχημοσύνηεπανακτώαποκρυγαίνωτεφρόχρούςκεντροαριστερόςαναγεννήτραεξεγείρομαιαποσταλάζω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit