Новогреческий словарь
λογιστήριο
λογιστήριο
το
бухгалтерия
(контора);
Γενικό Λογιστήριο — Казначейство, главное финансовое управление (страны)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бухгалтерия
? —
λογιστήριο
как с
(ново)греческого
переводится слово
λογιστήριο
? — бухгалтерия
#
(ново)греческий словарь
—
δικαιόγραφο
—
αντικνήμιο
—
προκαρυωτικό
—
κατασιγαστήρας
—
διέκπλους
—
υποτόπωση
—
ναυαρχίδα
—
νεκρεγερσία
—
βίντζι
—
απόθεμα
—
ακατηγόρητος
—
άνθι
—
ερήμασμο
—
φαυλεπίφαυλος
—
γνώση
—
ανεμοπορία
—
κοτσιδάκι
—
ενδοκρινολογικός
—
υπερρεαλιστικά
—
αντιπροσωπευτικά
—
θηρευτικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве