|
централизованный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово централизованный? — συγκεντροποιημένος как с (ново)греческого переводится слово συγκεντροποιημένος? — централизованный — αφόβιστος — λάκα — αγαργάλιστος — μητρότητα — πλευροπνευμονία — σμηναρχία — επιβήτωρας — σκαρφάλωμα — εύψυχος — ψυχικός — αναγόραστος — προσηλώνω — ανειδοποίητα — χρονοχρέωση — αφηγκράζομαι — πουδρίέρα — βαρύτιμος — βέλτιστος — φανοφόρος — στραβάδι — αθολος |
|||