συγκεντροποιημέν|ος

формы словаβ
συγκεντροποιημέν|ος
централизованный



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово централизованный? — συγκεντροποιημένος
как с (ново)греческого переводится слово συγκεντροποιημένος? — централизованный


αφόβιστοςλάκααγαργάλιστοςμητρότηταπλευροπνευμονίασμηναρχίαεπιβήτωραςσκαρφάλωμαεύψυχοςψυχικόςαναγόραστοςπροσηλώνωανειδοποίηταχρονοχρέωσηαφηγκράζομαιπουδρίέραβαρύτιμοςβέλτιστοςφανοφόροςστραβάδιαθολος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit