|
(-έως) ο захватчик, агрессор, оккупант #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово захватчик? — εισβολέας как на (ново)греческом будет слово агрессор? — εισβολέας как на (ново)греческом будет слово оккупант? — εισβολέας как с (ново)греческого переводится слово εισβολέας? — захватчик, агрессор, оккупант — παράνοια — ακορνιζάριστος — κουτόκοσμος — προσόμοιος — αδράζω — ασπάλοκας — πυκνός — ξανακαινουργιώνω — υδρονομή — γουρνωτός — συνεργατισμός — ιστιοποιείον — διόρυξη — τριφωφοσφορικός — ολοκαιρίς — σαρκίο — αποσχιστής — καλλωπισμός — περικύκλωμα — αυτοκρατορικώς — ενδοσκόπιο |
|||