|
(-εως) η биол. эпигенез #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эпигенез? — επιγένεση как с (ново)греческого переводится слово επιγένεση? — эпигенез — στακκάτο — ραδιοηλεκτρονική — βούλλα — γλαρίς — διάλειψη — εύτακτος — ρεμπέτικος — ιλαριώδης — ξίπασμα — επανάγω — τυμπανισμός — κουκουέ — αδιάρθρωτος — φάγγρισμα — ξεθάπτω — δασώνω — παξιμάδα — ψιλοκόβω — καζάνι — δεύτερόγεννη — σακκούλι |
|||