|
το сундук #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сундук? — σεντούκι как с (ново)греческого переводится слово σεντούκι? — сундук — στομίδα — μισοντυμένος — αμαύλιστος — επιστημολογία — δίτροχο — γαρούφαλο — απόδαυλο — ιστιοφόρο — φοράω — ξεκόφτω — γκανιότα — τέλειωμα — ψάλτης — βαρούχειος — ξυλομετρική — τραμιθιά — πλοηγία — πλησιέστερος — σιγάζω — υαλογραφία — ατόνηση |
|||