|
(αόρ. απώκισα) заселять, колонизировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заселять? — αποικίζω как на (ново)греческом будет слово колонизировать? — αποικίζω как с (ново)греческого переводится слово αποικίζω? — заселять, колонизировать — ανακατώκισα — κοντυλογραμμένος — φορτέτσα — αδιαβατικά — αργείτικος — κιγκλίδωμα — παραδοξολογώ — ζόρι — ακροποδητί — ακαθέλκυστος — αγιόρταστος — φιλάγαθος — ανύπανδρος — απροεξόφλητος — Θεσσαλονικιά — χρηματοκιβώτιο — μονοιάζω — αεροδέρνω — ακηδεμόνευτος — συμβεβλημένος — φουρκέττα |
|||