|
болтать, говорить глупости #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово болтать? — σαλιαρίζω как на (ново)греческом будет слово говорить глупости? — σαλιαρίζω как с (ново)греческого переводится слово σαλιαρίζω? — болтать, говорить глупости — περονιάζω — βραδύνοια — παντοτεινός — αναγκάζομαι — ξεκουτιάρικος — τσαγκρουνίζω — ταλαντεύομαι — βομβαρδισμένος — καμινάρης — τρυπιοχέρης — χυμευτική — αγεροκόμητος — νυχτομαθημένος — λαμπαδηφορώ — υφαντουργείο — ακαθιέρωτος — αποσυνθετικός — εξαεριούμαι — κεραυνός — δεκατημόριο — αναψηλαφώ |
|||