|
двухствольный (о ружье) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двухствольный? — δίκαννος как с (ново)греческого переводится слово δίκαννος? — двухствольный — ενοχλώ — ποινικότης — αντιθάλαμος — εδώλιο — φιλάρετος — ετερόκλιτος — μέλωμα — ακροτομώ — ευρίσκω — λίξης — αξανά — υδρομαντεία — θρυμματισμός — δυσαρίθμητος — προσμετρώ — αειφόρος — απάχισσα — απαθανατίζω — εριώδης — εταστικός — λαμπρός |
|||