|
озарённый богом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово озарённый богом? — θεοφώτιστος как с (ново)греческого переводится слово θεοφώτιστος? — озарённый богом — νευροκαβαλίκεμα — μάρτυς — κυβερνησιμότητα — σιδηροπαγής — ξελέπισμα — αρωματικότητα — αχρωματία — νηστικός — ψουνίζω — αλεπτούργητος — σαγήνευμα — παρεμπίπτω — παρασημαίνω — ανεξίτηλο — αδυναμία — ασφάλιον — πρωτομάστορας — βιβλιοστάτης — αποχιονιστικός — χιλιομετρικός — αυτοκινητάμαξα |
|||