|
1. выше; ως ~ — как сказано выше; 2. : ο ~ — вышеупомянутый, вышеизложенный; τά ~ — вышеизложенное #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выше? — ανωτέρω как с (ново)греческого переводится слово ανωτέρω? — выше — καταφέρνομαι — ιατρικό — αιμοβόρος — ψηκτροποιός — κακοκαμωμένος — ακατάστατα — βουνοκορφή — ψυχομαχάω — κερδομανία — κατατρόπωση — συνδιαλλασσόμενος — εκπολιόρκηση — επακολουθώ — καρβοξύλιο — πιδεξιωσύνη — μελτέμι — μουλαρήσιος — αχεροσκεπή — κορμί — γνέφι — ελαστικός |
|||