Новогреческий словарь
νοησιαρχικός
νοησιαρχικός
филос.
относящийся к интеллектуализму
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
относящийся к интеллектуализму
? —
νοησιαρχικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
νοησιαρχικός
? — относящийся к интеллектуализму
#
(ново)греческий словарь
—
αναγεννήτρια
—
εσχον
—
κασίδης
—
ξεμυαλιστής
—
επινόημα
—
ημιαγωγοί
—
εγκοπίς
—
ξεσφίγγομαι
—
ευερμήνευτος
—
λυκόφως
—
δυσκολοκατόρθωτος
—
επίκαμψις
—
γκλάβας
—
Σιδηρόκαστρο
—
αναδανεισμός
—
στερεοτυπώνω
—
ακαλόπιαστος
—
ξεπαραδιάζομαι
—
δαρμός
—
φεγγαριάτικο
—
αστοχώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,