|
умилостивительный; искупительный; ~ικό θύμα — умилостивительная жертва #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово умилостивительный? — εξιλεωτικός как на (ново)греческом будет слово искупительный? — εξιλεωτικός как с (ново)греческого переводится слово εξιλεωτικός? — умилостивительный, искупительный — καπότο — σμιγάρι — αντιμεταθέτω — οκτακόσιοι — Πεντηκοστή — ραδιοδέκτης — σεβασμός — δαφνοστεφάνι — ανδρώνομαι — δήμα — κειρία — σάστισμα — γραμμογραφία — αντικατοπτρίζομαι — καραβοτσακισμένος — ευοσμία — παρυδάτιος — ανεπιστημονικώς — γοερότης — αφροδισιακός — δετήρας |
|||