|
η мед. слезоточивость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слезоточивость? — δακρυόρροια как с (ново)греческого переводится слово δακρυόρροια? — слезоточивость — αντιπερισπώ — ακλειστος — θελξικάρδιος — ζωοδότειρα — μακαρισμοί — κεραμιδοκόμματο — ρεπάνι — αραβοσιτέλαιο — κατακλέφτω — σπουργίτι — αγροβιολογία — νυκτοσκοπός — βασιλοκόλακας — γκρεμά — ψυχογραφικός — δαφνόκουκκο — κρυψώνας — ανομοειδής — παραμυθητικός — αντικρυνός — παλινορθώνω |
|||