|
круговой; ~η άμυνα — круговая оборона #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово круговой? — ολόπλευρος как с (ново)греческого переводится слово ολόπλευρος? — круговой — ματαρχάω — πολυμέρεια — χαμηλοτάκουνος — επενέργεια — κοντσίνα — στηθοσκοπικός — ξεσηκώνομαι — ατάραχτος — μελανιάζω — αγραμματοσύνη — κοκάλιασμα — κασσιτεροκόλληση — φλεβόστρωμα — ξεστούπωμα — αντιπτέραρχος — τέκνο — σίελος — κεροστίλβη — αντίρροπο — φωταγώγία — έρεισμα |
|||