|
το куколка (о красивой женщине) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово куколка? — κουκλί как с (ново)греческого переводится слово κουκλί? — куколка — νέθω — ακριδόπληκτος — ανεξερνω — σπογγίνη — υπερδισύλλαβος — ξεσκέπασμα — φελώ — ανεπίστρεπτα — ατσουκνίδα — δαρβίνειος — δεκατόμετρο — αλαβής — σφυρίκτρα — τοπομαχώ — αναξιοπάθεια — ξάντρια — γκόσσισμα — φέτος — υπερηφάνεια — πειραματίζομαι — δίμιτος |
|||