|
η прям., перен. толстокожесть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово толстокожесть? — παχυδερμία как с (ново)греческого переводится слово παχυδερμία? — толстокожесть — πνευματόλυση — λαγχάνω — επίσαξις — κλιμένος — ξεκάθαρα — λεαίνω — δυσφήμηση — εξευτελσμός — καταστρατήγηση — διάσκεψη — ψηφίδα — προώθηση — σκιαμαχώ — βιάζω — εικοσιτετράωρος — Ουκρανίδα — δωδεκασύλλαβος — προπηλακιστής — αγριοκοίταγμα — εύληπτος — αχεροκάμωτος |
|||