|
разварившийся, уварившийся #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разварившийся? — καλοβρασμένος как на (ново)греческом будет слово уварившийся? — καλοβρασμένος как с (ново)греческого переводится слово καλοβρασμένος? — разварившийся, уварившийся — αυγολόγος — λειχουδιά — αυτοδύναμος — γεωφυσικός — ωοπαραγωγικός — αθλητής — τροφοδότης — ποδηλατικός — άθλο — παρατράβηγμα — επιπλέον — ισοβαθής — καθώς — κατάρτι — πόπολο — αμαλγαμώνω — φώναγμα — γαϊδουρίζω — μουντζούρα — στύω — απιοειδής |
|||