|
цветущий; ~ λειμών — цветущий луг #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цветущий? — ευθαλής как с (ново)греческого переводится слово ευθαλής? — цветущий — σάστισμα — γλωσσαμύντορας — επίμορτος — απερίσκεπτος — χαρτογράφος — ελαφροπαίρνομαι — απεχθής — αναβροντώ — σιωπή — ανεπιφύλακτως — ηθικολογικά — μετάγγισμα — λιομαζώχτρα — γονυκλινώς — καπνίστρια — πολυσέλιδος — ζυγά — πάντρεμα — ηλιόκαυστο — χαϊμαλί — ποτοαπαγόρευση |
|||