|
αόρ. от επιθέτω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επέθεσα? — — πολύγραφος — ρήγαινα — πυκνόμετρο — βλάστημος — λόρδωση — απλωτός — επιπλουργός — αμυγδαλογαλα — ακούρνιαχτος — τυχοδιωκτικός — πικρία — μουλλωχτός — σαλαγώ — εξηκριβωμένος — ηδύς — αντρείωμα — διαγώνισμα — ποικιλτική — γκαζάδικο — αστιατρικός — δερβέναγας |
|||