|
η мед. кишечная грыжа #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кишечная грыжа? — εντεροκήλη как с (ново)греческого переводится слово εντεροκήλη? — кишечная грыжа — δούρειος — κομμίωσις — σφυγμομανόμετρο — υστερόγραφο — υδατώ — κυβερνώ — φαινομενολογία — λησταποδοχή — ζαβάγρα — μουλώνω — απαργιοσμένος — μεταλλευτική — ακτινωτός — ιστόρημα — προσαύξηση — κενολόγος — καληνύχτα — σκαλιστός — δικόρφος — χελιδών — βομβαρδίζω |
|||