|
το (чаще мн.ч.) ролик, роликовый конёк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ролик? — τροχοπέδιλο как на (ново)греческом будет слово роликовый конёк? — τροχοπέδιλο как с (ново)греческого переводится слово τροχοπέδιλο? — ролик, роликовый конёк — αγροχημικός — κολακεύω — αγένεια — γεβέντισμα — ολοφάνερος — δερβενάκι — μελετητής — αλλοτινός — αποσύρω — όνειδος — οθόνη — καταρρακτωδώς — αλέτρισμα — ανευφήμία — επείσθην — αθυρματοπώλης — καταδρομικό — ρητίνωση — μυθοπλασία — αρκουδεύω — οκτωβριανός |
|||