|
(αόρ. κατέψυξα, παθ. αόρ. κατεψύγην) охлаждать; замораживать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово охлаждать? — καταψύχω как на (ново)греческом будет слово замораживать? — καταψύχω как с (ново)греческого переводится слово καταψύχω? — охлаждать, замораживать — αεριώθηση — ξεπαντρεύω — ορμητικότητα — διακυμαντικός — αμφικλινής — αμάραντος — κοπρώνας — βρονταριά — γουρλωμένος — μάργαρο — φαρμακοτέχνης — ευλάβεια — αζυμος — ξεναγητής — διακόρευση — υποτροπικός — προειδοποίηση — ακοινώνητος — αντιπυρετικός — ξεκινάω — γαργαλομαι |
|||