|
το мед. уретроскоп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уретроскоп? — ουρηθροσκόπιο как с (ново)греческого переводится слово ουρηθροσκόπιο? — уретроскоп — ιταμώς — έλκος — ανανεώνομαι — πείραμα — ρέγουλα — προαναφέρω — ομογνωμοσύνη — προάγω — φωτοφασματικός — φωτοζιγκογρσφία — τσακίζω — μοτόρι — οκτάγωνος — κολακιάρης — μαλαχίτης — αμουργός — ακριβοχέρης — οκταφωνία — αγγειοπληθής — καραγκιοζλίκι — άρπαγας |
|||