|
το двуколка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двуколка? — δίτροχο как с (ново)греческого переводится слово δίτροχο? — двуколка — όβολα — ολούθε — φραστικό — ξεσποριάζω — γρατσουνίζομαι — υπερπλασία — ωφέλιμος — δράχνω — συνωδία — βραδυσφύξία — ζηλαδέρφια — ζάβαλης — αναβιβασμός — ανδρείος — συνταγογράφηση — γαιομισθωτής — σόδειασμα — παρθενοφθορία — διατροφή — ομοφωνία — λοίδορος |
|||