|
прям., перен. без штанов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово без штанов? — αβράκωτος как с (ново)греческого переводится слово αβράκωτος? — без штанов — αντρόκαρδος — κοιμάμαι — επαναγωγή — ζαβράκι — συνθημα — φατσάρω — αναδοσιά — μαγείρευμα — διπλομανταλώνω — βουλεβαρδιέρος — γκεζερζω — μυροποιείο — εικονοθραύστης — μεταξωσέντονο — πνευμονοβακτήριο — ντόρτια — διοιματεύομαι — μαχμουρλίκι — θηριοτροφείο — σλεπιτζής — γεωχημεία |
|||