μποέμικ|ος

формы словаβ
μποέμικ|ος
-ός, богемный



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово богемный? — μποέμικος
как с (ново)греческого переводится слово μποέμικος? — богемный


ξινόγαλοβάσταξδιαμπερώςατμοδύναμηετερόνομοςκρυσταλλωρυχείοοβελίσκοςσταθεροποιούμαιστιφρόςδέρωηρωϊσμόςδιαθλαστικόςελληνικάμπουφάνάστιφτοςαπογυναικώνομαιχαλκοτυπικήδιγενήςκακοβαλμένοςδηλώσιμοςαργαλεύω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit