|
-ός, богемный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово богемный? — μποέμικος как с (ново)греческого переводится слово μποέμικος? — богемный — ξινόγαλο — βάσταξ — διαμπερώς — ατμοδύναμη — ετερόνομος — κρυσταλλωρυχείο — οβελίσκος — σταθεροποιούμαι — στιφρός — δέρω — ηρωϊσμός — διαθλαστικός — ελληνικά — μπουφάν — άστιφτος — απογυναικώνομαι — χαλκοτυπική — διγενής — κακοβαλμένος — δηλώσιμος — αργαλεύω |
|||