κηρύκειο

формы словаβ
κηρύκειο



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово κηρύκειο? —


ουσιαστικοποιούμαισουφλέκείμενοςνοσταλγίαλαθροχειρίααπαράδεκταανεπάγγελτοςξεθάφτωστρόντιοελαφίνααγαθωνυμίασκήπτροχάντραξέχωρατιτλομανήςαπλοχεριάσυκήμύταροςπαραφρονώημιονηλάτηςαντρειοσύνη




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit