|
(αόρ. κατηύφρανα, παθ. αόρ. κατηυφράνθην) весьма радовать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово весьма радовать? — κατευφραίνω как с (ново)греческого переводится слово κατευφραίνω? — весьма радовать — κοσμηματοπονός — φαβεντιανός — αδιάνθιστος — μαξούλι — ανακορώνω — υπερεκχειλίζω — νεότοκος — αριθμός — παλιομοδίτικος — κοτούλα — εξοδικός — αγγελοφτιαγμένος — ματεριαλίστρια — σχισμός — βουτυράκι — άρμεμα — εγέρθητι — μπεκρηλίκι — αοριστολόγος — εξαναγκάζομαι — σακκούλιασμα |
|||