|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δανειολήπτης? — — μαλαγάνα — οπισθογράφηση — περιβολάρης — φυλλοκάρδι — προγονολατρεία — γραφική — μελιγγίτης — τσακνάκι — ελληνιστί — αφερέγγυος — νοικιάζω — ταμιεύω — ετράφην — υετόμετρον — χρυσοπωλείο — δεσμώ — βλαπτικότητα — φατριασμός — καλούπωμα — σιελογόνος — ναρκισσιστής |
|||