|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διευρύνομαι? — — τρυφερίτσα — ταγγός — άκωλος — βιογεωγραφία — μολπή — ελευθεροφροσύνη — αναστατωμένος — σκαφεύς — νυγματίζω — ορχηστικός — παραλληλία — στέρφος — δάσκαλος — καπνεργάτρια — περιαυτολόγος — μεμυημένος — επικοινωνιολογία — πολυκτήμων — αερογραφία — υδρομεταλλικός — πολυθεσίτισσα |
|||