διευρύνομαι

формы словаβ
διευρύνομαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово διευρύνομαι? —


τρυφερίτσαταγγόςάκωλοςβιογεωγραφίαμολπήελευθεροφροσύνηαναστατωμένοςσκαφεύςνυγματίζωορχηστικόςπαραλληλίαστέρφοςδάσκαλοςκαπνεργάτριαπεριαυτολόγοςμεμυημένοςεπικοινωνιολογίαπολυκτήμωναερογραφίαυδρομεταλλικόςπολυθεσίτισσα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit