|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βυθόμετρο? — — ψωμίζομαι — εαρινός — επεξεργάζομαι — εμπαίνω — μπουμπουνητό — ξεστρατίζω — ερυθρότητα — ερμαφρόδιτος — ορεκτικότητα — φαιδρότητα — αμυλίνη — αμυλοποιείο — αλαλητό — τράγος — αγριοκάτσικο — αντιπολιτευόμενος — παιδαριώδες — τραύμα — στήθος — Ιταλίδα — κανιβαλίζω |
|||